Νομολογία

50/2022 ΕιρΧαλανδρίου: Αποζημίωση χρήσης πρώην συζυγικής κατοικίας.

Παραδεκτή σώρευση αγωγής περί αποζημίωσης χρήσεως από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου και αγωγής περί απόδοσης της ωφέλειας με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αρμοδιότητα Δικαστηρίου εκ της ιδιότητας των αντιδίκων ως συγκυρίων των επίδικων ακινήτων και όχι ως εν διαστάσει συζύγων. Νόμιμο το αναγνωριστικό αίτημα για καταβολή αποζημίωσης χρήσης για κάθε μήνα που ο εν διαστάσει σύζυγος χρησιμοποιεί αποκλειστικά το διαμέρισμα από τον αμέσως μετά την κατάθεση της ένδικης αγωγής μήνα μέχρι τον χρόνο συζήτησής της στο ακροατήριο. Μη νόμιμο κατ΄άρθρο 794 το αίτημα για έξοδα που δεν έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν αποφάσεως όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, νομίμως όμως στηρίζεται στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Απορριπτέα η επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ), αφού οι δύο αξιώσεις τελούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου, που έκανε την αποκλειστική χρήση.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961 και 962 ΑΚ, προκύπτει ότι επί αποκλειστικής χρήσεως του κοινού αντικειμένου από έναν από τους κοινωνούς δικαιούνται και οι λοιποί, αν και δεν προέβαλαν αξίωση συγχρήσεως, να απαιτήσουν από αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση αυτού ανάλογη μερίδα επί τους οφέλους, το οποίο από την αιτία αυτή εκείνος αποκόμισε, που συνίσταται στην αξία χρήσεως του κοινού και αποτελεί ωφέλημα από το πράγμα (ΑΠ 1480/2000 Δ/νη, 2001, 670), το οποίο όφελος συνίσταται, προκειμένου περί αστικού ακινήτου το οποίο εκ κατασκευής προορίζεται ως κατοικία, στην κατά τον χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των άλλων κοινωνών, η οποία αποτελεί ωφέλεια, αποδοτέα κατά τις παραπάνω διατάξεις (ΑΠ 440/2000 Δ/νη, 41, 1628).

Από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 325, 329, 785, 788,789, 790, 730, 904 επ., 1101, 1107, και 1113 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να αναζητήσει τα επιπλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς,κατ΄αναλογία των μερίδων τους. Η αναζήτηση αυτή γίνεται απευθείας βάσει της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 794, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν αποφάσεως όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το δικαίωμα για συμμετοχή σε δαπάνες μπορεί να στηρίξει και ένσταση επισχέσεως, η οποία έχει ως συνέπεια την καταδίκη του εναγομένου σε εξόφληση της αγωγικής απαιτήσεως υπό τον όρο της ταυτόχρονης καταβολής εκ μέρους του ενάγοντος, σε αυτόν, της αναλογίας ένεκα δαπανών. Εξάλλου, στοιχεία της αγωγής, που ασκεί ο κοινωνός βάσει των διατάξεων για τη διοίκηση αλλοτρίων ή τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με την οποία επιδιώκει έναντι των λοιπών κοινωνών τα έξοδα που κατέβαλε πέραν της αναλογίας για τη συντήρηση, διοίκηση και χρησιμοποίηση του πράγματος, χωρίς να υπάρξει προηγούμενη απόφαση όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του Δικαστηρίου ή χωρίς τη συνδρομή επικείμενου κινδύνου, που δικαιολογεί τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων για τη συντήρηση του πράγματος, είναι στην μεν πρώτη περίπτωση α) η αυθόρμητη ανάληψη της διοικήσεως αλλότριας υποθέσεως, χωρίς τη ρητή εντολή του κυρίου αυτής, β) η κατά το συμφέρον του κυρίου και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση αυτού διεξαγωγή της υποθέσεως και γ) τα γενόμενα έξοδα για την κανονική διαεξαγωγή της υποθέσεως, και στη δεύτερη περίπτωση, α) ο πλουτισμός του εναγομένου, β) η επέλευση του πλουτισμού σε βάρος του ενάγοντος, και γ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας.

Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται παραδεκτά η αγωγή περί αποζημίωσης χρήσεως από την αποκλειστική χρήση του επίκοινου και η αγωγή περί απόδοσης της ωφέλειας με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι καθ΄ύλην (καθότι στηρίζεται κυρίως στις περί κοινωνίας διατάξεις λόγω εκ της ιδιότητας των αντιδίκων ως συγκυρίων των επίδικων ακινήτων και όχι ως εν διαστάσει συζύγων, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του εναγομένου περί καθ΄ύλην αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου) και κατά τόπον να τη δικάσει, κατά την παρούσα τακτική διαδικασία. Είναι δε ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 785, 786, 787, 792 παρ. 2, 961, 962, 904 επ. ΑΚ, 69 περ. α΄, 176, 907, 908 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, η ενάγουσα νομίμως ζητά να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει το ποσό των 500,00 ευρώ ως αποζημίωση χρήσης για κάθε μήνα που αυτός χρησιμοποιεί αποκλειστικά το διαμέρισμα από τον αμέσως μετά την κατάθεση της ένδικης αγωγής μήνα μέχρι τον χρόνο συζήτησής της στο ακροατήριο, ήτοι από τον Δεκέμβριο του έτους 2020 μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2021 (10 μήνες). Και τούτο διότι κατά γενική δικονομική αρχή που συνάγεται από τα άρθρα 69, 70, 223, 224, 269 και 281 ΚΠολΔ, απώτερος χρόνος κατά τον οποίο κρίνεται η συνδρομή των στοιχείων της κτήσης και του απαιτητού του συγκεκριμένου δικαιώματος, είναι ο χρόνος της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή εκείνης κατά την οποία εκφωνείται η υπόθεση και αρχίζει η κατ΄ουσίαν εκδίκασή της. Επομένως, το ίδιο αίτημα για τον χρόνο μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής και εντεύθεν είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 69 ΚΠολΔ. Όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ), και ειδικότερα για το ποσό των 7.000,00 ευρώ, καθώς και για αυτό των 5.000,00 ευρώ (500,00 ευρώ μηνιαίως χ 10 μήνες), αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη. Και τούτο διότι, αίτημα της κύριας βάσης της αγωγής που στηρίζεται στις περί κοινωνίας διατάξεις, είναι η απόδοση της ωφέλειας, την οποία αποκόμισε ο κοινωνός που έκανε την αποκλειστική χρήση. Η, με βάση τις προαναφερόμενες ειδικές περί κοινωνίας διατάξεις, άσκηση της αξίωσης για απόδοση της ωφέλειας, αποτελεί ειδικότερη μορφή απόδοσης του πλουτισμού, που χωρίς νόμιμη αιτία περιήλθε στον κοινωνό , ο οποίος έκανε την αποκλειστική χρήση σε βάρος της περιουσίας του κοινωνού που δεν έκανε χρήση. Γι΄αυτό και η αναζήτηση της παραπάνω ωφέλειας, δεν μπορεί να γίνει και κατ΄εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 904 του ΑΚ, αφού οι δύο αξιώσεις τελούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή την απόδοση του πλουτισμού του εναγομένου, που έκανε την αποκλειστική χρήση. Ωστόσο, για το ποσό των 305,00 ευρώ η αγωγή νομίμως στηρίζεται στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις (άρθρα 904 επ. ΑΚ) στο πλαίσιο των οποίων και θα εξεταστεί στην ουσία του το εν λόγω αίτημα για το προαναφερόμενο ποσό καθότι η στήριξή του στη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ είναι μη νόμιμη διότι, από το ιστορικό της ένδικης αγωγής, δεν προέκυψε ότι το εν λόγω ποσό αφορά έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν αποφάσεως όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην νομική σκέψη της παρούσας.