312 2015 ΜΟΝΠΡΠΕΙΡΑΙΑ (ΑΣΦ.ΜΕΤΡΑ) : Δεδικασμένο από απόφαση συναινετικού διαζυγίου που εκδόθηκε προ του ν. 4800/2021 όταν δεν έχει ασκηθεί η αίτηση δικαστικής αναθεώρησης, που προβλέπεται από το άρθρο 18 εδ.β του ν.4800/2021 εντός της τασσόμενης από το ως άνω άρθρο προθεσμίας των δύο ετών. Μόνος τρόπος να ανακληθεί και γενικά να καμφθεί είναι η άσκηση αγωγής στηριζόμενης στο άρθρο 1536 ΑΚ κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια και το γάμο και όχι με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, γιατί προσκρούει στο δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση που έχει προηγηθεί. Με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ανακαλούνται κατ΄άρθρα 696 επ. ΚΠολΔ μόνο αποφάσεις που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα . Απορρίπτεται η αίτηση.
Σύμφωνα με την ΑΚ 1513, αν από τότε που εκδόθηκε δικαστική απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, κατόπιν αιτήσεως του ενός ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών του τέκνου ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει την απόφαση του στις νέες συνθήκες με την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της, σύμφωνα με το συμφέρον του τέκνου(ΕφΑθ 2616/2010, ΕλλΔ/νη 2012/1340, ΕφΘες 1560/2003[εις Κ. Τσόλας], Αρμ 2003/1273, ΕφΘες 2322/1997, ΕλλΔ/νη 1999/359, ΕφΑθ 8631/1984, ΝοΒ 1985/1193, ΜΕφΠειρ 3/2017, ΜΠρΛαμ 340/2017 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΑγρ 273/2017, ΕφΑΔ 2017/1046, ΜΠρΚαβ 24/2009, Αρμ 2009/566, Β. Βαθρακοκοίλη «ΕΡΝΟΜΑΚ» τόμος Ε΄[2004] υπό το άρθρο 1536 αρ.11,12 και 14 σελ.1053). Με την εν λόγω διάταξη παραμερίζεται η σταθερότητα των δικαστικών αποφάσεων και δημιουργείται η δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες συνθήκες για χάρη του συμφέροντος του τέκνου, το οποίο αποτελεί το μόνο κριτήριο μεταβολής. Για την εφαρμογή της απαιτείται μεταβολή των συνθηκών, οι δε νέες συνθήκες μπορεί να αφορούν το πρόσωπο του τέκνου, των γονέων του ή γενικά του κοινωνικού περιβάλλοντος και πρέπει να επήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης(ΕφΔωδ 55/2021 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 10059/2005, ΕλλΔ/νη 2007/1121, ΜΠρΠατρ 187/2021, ΜΠρΛαρ 424/2019, ΜΠρΣερ 22/2018 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΠειρ 3381/2017, ΠειρΝομ 2017/254, ΜΠρΡόδου 4245/2007 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΣάμου 112/2005, ΑρχΝ 2006/111). Η ως άνω αίτηση εκ της Α.Κ. 1536 συνιστά αίτημα πρωτογενούς δικαστικής προστασίας, με ανεξαρτησία έναντι της μεταρρυθμιζόμενης απόφασης και ασκείται μόνο με αγωγή ή με άλλο ισοδύναμο εισαγωγικό δικόγραφο, όπως ανταγωγή. Την ουσιώδη αυτή μεταβολή των συνθηκών οφείλει να την επικαλεσθεί ο ενάγων της μεταρρυθμιστικής αγωγής, ώστε να καταστεί δυνατή η παράκαμψη του δεδικασμένου της αρχικής απόφασης, ενώ το αίτημα της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να διατυπώνεται με πανηγυρικό τύπο, αλλά μπορεί να συνάγεται από το όλο περιεχόμενο του δικογράφου, ιδιαίτερα δε από την αντιπαραβολή του ιστορικού περί της μεταβολής των συνθηκών από την προηγούμενη απόφαση με το αιτητικό για διαφορετική ρύθμιση της επικοινωνίας. (ΑΠ 1293/1993 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περιστατικά που στηρίζουν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης σχετικής με την γονική μέριμνα και την επικοινωνία είναι η μεγαλύτερη ηλικία του τέκνου, η κατάσταση της υγείας ή τα ψυχολογικά προβλήματα του γονέα, η εγκατάλειψη φροντίδας και εποπτείας του τέκνου, η αδιαφορία ή η βάναυση συμπεριφορά του γονέα προς το τέκνο, ο τρόπος άσκησης της γονικής μέριμνας και της επικοινωνίας και γενικά το δικαστήριο με γνώμονα το συμφέρον του τέκνου οφείλει να προσαρμόσει την απόφαση στις νέες συνθήκες (ΑΠ 1166/2010, ΕφΑθ 6074/2010, ΕφΑθ 4818/1997 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τα περιστατικά αυτά πρέπει να επανήλθαν μετά την τελεσιδικία της απόφασης (ΕφΔωδ 55/2021, ΕφΑθ 10059/2005 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αρμόδιο καθ΄ύλην δικαστήριο για να προσαρμόσει την απόφαση του στις νέες συνθήκες, είναι κατά το άρθρο 17 αρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, το δικαστήριο που εξέδωσε την αρχική απόφαση, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά την οριζόμενη στα άρθρα 592 παρ.3 στοιχ.β΄,593-602 και 610-613 ΚΠολΔ ίδια διαδικασία (ΜΕφΛαρ 212/2014, ΜΠρΠατρ 187/2021), δηλαδή κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, ακόμη και αν η απόφαση της οποίας ζητείται η μεταρρύθμιση ή ανάκληση εκδόθηκε από το Εφετείο, το οποίο, κατά παραδοχή λόγου εφέσεως ως βασίμου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και ακολούθως διακρατώντας την υπόθεση, δίκασε αυτή κατ΄ουσίαν (βλ. ΕφΛαρ 605/2008, ΕφΑθ 1903/1999, ΜΠρΘεσσαλ 10975/2022, ΜΠρΚικλίς 107/2022 άπασες στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν ζητηθεί, όμως, με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων η κατ΄άρθρο 1536 ΑΚ μεταρρύθμιση της τελεσίδικης απόφασης, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των οικογενειακών διαφορών, αντί με αγωγή κατά τη διαδικασία έκδοσης της τελεσίδικης απόφασης, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΜΠΑθ 1539/2024, ΜΠΑθ 2546/2024, ΜονΠρΠατρ 198/2021 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών εκθέτει ότι με την καθ΄ης τέλεσε νόμιμο γάμο την 1-10-2005, από τον οποίο απέκτησαν ένα τέκνο, τον Γ. ηλικίας σήμερα 13 ετών. Ότι η έγγαμη σχέση τους λύθηκε με την υπ΄αριθμ.1019/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ότι με το από 29-9-2017 ιδιωτικό συμφωνητικό οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου ανατίθεται στη μητέρα, ενώ ο πατέρας διατηρεί το δικαίωμα επικοινωνίας, το οποίο ρυθμίστηκε σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι κατόπιν άτυπης συμφωνίας μεταξύ τους ο χρόνος επικοινωνίας του πατέρα με το τέκνο ήταν διευρυμένος, ειδικότερα καθ΄όλη τη διάρκεια της εβδομάδας παραλάμβανε το τέκνο από το σχολείο του, το οποίο παρέμενε στην οικεία του και ότι η καθ΄ης επικοινωνούσε μαζί του κάθε δεύτερη Παρασκευή έως Κυριακή. Ότι από το έτος φοίτησής του τέκνου στην Α΄Γυμνασίου ο ίδιος το παραλάμβανε από το σχολείο του, επιμελούνταν των αναγκών του και το επέστρεφε αργά το βράδυ στην οικεία της καθ΄ης, με την εξαίρεση δύο ημερών εντός της εβδομάδας, όπου το τέκνο διανυκτέρευε στην οικεία του και ότι το τέκνο παρέμενε μαζί του κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Ότι από το καλοκαίρι του 2024 όλως αιφνιδίως η καθ΄ης αρνείται την εξακολούθηση της εφαρμογής της άτυπης αυτής συμφωνίας επικαλούμενη το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, που υπέγραψαν το έτος 2017. Ότι καθ΄όλη τη διάρκεια των επτά ετών από τη λύση της έγγαμης σχέσης έχει αναπτύξει ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με το τέκνο, ότι έχει συμμετάσχει ενεργά στη φροντίδα και στην ανατροφή του και επικαλούμενος την καταλληλότητά του στην ανατροφή του τέκνου και προκειμένου να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, ζητεί να ανατεθεί η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου και στους δύο γονείς με κατάλληλη λειτουργική και χρονική κατανομή, όπως ειδικότερα ορίζεται στην αίτηση, να απειληθεί σε βάρος της καθ΄ης προσωπική κράτηση διάρκειας ενός μήνα και χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί η καθ΄ης στη δικαστική του δαπάνη.
Από τη μελέτη των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι δυνάμει της υπ΄αριθμ.1019/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου που εκδόθηκε κατά την εκουσία δικαιοδοσία, απαγγέλθηκε η λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων, επικυρώθηκε η από 29-9-2017 έγγραφη συμφωνία τους, που αφορούσε τη ρύθμιση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου τους και στο δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα του με αυτό, ανατέθηκε η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου στη μητέρα και ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το ανήλικο τέκνο. Κατά της ως άνω απόφασης δεν προκύπτει ότι έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα, ως εκ τούτου έχει καταστεί τελεσίδικη. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι ο αιτών έχει ασκήσει την αίτηση δικαστικής αναθεώρησης, που προβλέπεται από το άρθρο 18 εδ.β του ν.4800/2021 εντός της τασσόμενης από το ως άνω άρθρο προθεσμίας των δύο ετών, για τις συμφωνίες που καταρτίστηκαν πριν τις 16-9-2021, καθώς η ένδικη αίτηση ασκήθηκε στις 24-10-2024. Περαιτέρω, η ως άνω υπ΄αρ.1019/2018 απόφαση είναι τελεσίδικη, ως εκ τούτου παράγει δεδικασμένο, και με βάση όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, μόνος τρόπος να ανακληθεί και γενικά να καμφθεί το δεδικασμένο αυτό είναι με την άσκηση αγωγής στηριζόμενης στο άρθρο 1536 ΑΚ κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια και το γάμο. Με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ανακαλούνται κατ΄άρθρα 696 επ. ΚΠολΔ μόνο αποφάσεις που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα. Το Δικαστήριο όχι μόνο δεν δύναται να ανακαλέσει την ως άνω απόφαση, αφού δεν δικάζει σχετική αγωγή, αλλά δεν μπορεί να προχωρήσει ούτε σε προσωρινή ρύθμιση κατάστασης γενικώς ή ειδικά, αφού η αίτηση προσκρούει στο δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση που έχει προηγηθεί, το οποίο μπορεί να καμφθεί μόνο με την απόφαση επί της σχετικής αγωγής. Πρέπει, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αιτών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ΄ης λόγω της ήττας του κατ΄άρθρο 176 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.